Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

ΜΕΤΑΛΕΙΑ ΛΑΥΡΙΟΥ

Μεταφορά αρχειακού υλικού από το παλιό site.

ΜΕΤΑΛΕΙΑ ΛΑΥΡΙΟΥ 



Πολύ κοντά στο εργοστάσιο της ΔΕΗ στην περιφέρεια του Λαυρίου, στην περιοχή Θορικού, εντοπίζονται μερικά από τα σπουδαιότερα τεκμήρια της μεταλλευτικής και μεταλλουργικής δραστηριότητος της αρχαιότητος. Σε αυτήν την τοποθεσία πραγματοποίησε ανασκαφές η Βελγική Αρχαιολογική Αποστολή υπό τον H. Mussche, τον J. Bingen και την Dr. Spitaels, φέρνοντας στο φως σημαντικότατα ευρήματα που πιστοποιούν την μεταλλευτική δράσι στον χώρο από το 3000 π.Χ. Το 1963 στο λόφο Βελατούρι ανεκαλύφθη από τον J. Servais μία μυκηναϊκή ακρόπολις και δύο θολωτοί τάφοι του 14ου π.Χ. αιώνος. Εικάζεται ότι στον λόφο λειτουργούσε και φρυκτωρία, ενώ τα κατάλοιπα των λιμενικών εγκαταστάσεων στον κόλπο του Θορικού είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Το 1964 ο J. Bingen εντόπισε σε δάπεδο κατοικίας λιθάργυρο του 1100-800 π.Χ. 

Οι εντεινόμενες έρευνες απεκάλυψαν μια ολόκληρη βιομηχανική πόλι συνολικής εκτάσεως 150000 τετραγωνικών μέτρων, από τα οποία μόνο τα 12000 έχουν ανασκαφεί. Η συγκεκριμένη πόλις περιλαμβάνει οικισμούς, οχυρώσεις, στοές, φρεάτια (άνω των 2000), καμίνια, μεταλλευτικά πλυντήρια και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Η ίδια αποστολή το 1975 ανεκάλυψε διακόσιους θολωτούς τάφους, δύο πλυντήρια τα οποία και ανεστήλωσε, καθώς κι ένα εντυπωσιακό θέατρο. Το θέατρο του Θορικού, ένα εκ των αρχαιοτέρων (6ος αιών π.Χ.), θεωρείται μοναδικό στο είδος του. Το κοίλο του έχει σχήμα ελλειπτικό με ορθογώνια ορχήστρα, ενώ στην μία πάροδο του υπάρχει ναΐσκος του Διονύσου και στην αντικρυνή σύμπλεγμα μικρών δωματίων. Δυτικά του θεάτρου υπάρχουν τα θεμέλια ενός ναού της Δήμητρος και της Κόρης. Η ύπαρξις θεάτρου εντός μιας βιομηχανικής περιοχής αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο συνδυασμού και συνυπάρξεως του θεωρητικού καλλιτεχνικού και πρακτικού εμποροβιομηχανικού πνεύματος. Σε απόστασι μόλις 30 μέτρων από το θέατρο υπάρχει η είσοδος ενός μεταλλείου, πίσω ακριβώς από ένα αναστηλωθέν μεταλλοπλυντήριο. 

Η έρευνα αυτού του ορυχείου το κατέδειξε ως το αρχαιότερο μεταλλείο στον ευρωπαϊκό χώρο, με αδιάκοπη λειτουργία από το 3000 π.Χ. έως τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών της Βελγικής Αρχαιολογικής Αποστολής δημοσιεύθησαν σε μία εργασία 1500 σελίδων ("Thorikos, a guide to the excavations", J. Labarbe). Τα βασικά συμπεράσματα που εξάγει κανείς είναι ότι, στον χώρο του Λαυρίου συνετελέσθη μαζική και οργανωμένη εκκαμίνευσι και τήξι μετάλλων, χρησιμοποιήθησαν πρωτότυπες τεχνικές εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων και επετεύχθη μηχανοποίησι της κοπής των νομισμάτων. 

Οι φιλολογικές πηγές για την διαδικασία εξορύξεως και τεχνικής επεξεργασίας των μετάλλων είναι ελάχιστες. Ελάχιστα στοιχεία διασώζονται από το έργο του Θεοφράστου "Περί των Μεταλλευομένων", ενώ κάποιες πληροφορίες παραθέτονται από τον Στράβωνα (Γεωγραφικά), τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (Ιστορική Βιβλιοθήκη) και τον Πλίνιο (Φυσική Ιστορία). Από τον Ξενοφώντα υπάρχουν περιγραφές των μεταλλουργικών εργασιών της κλασσικής εποχής, όπως και μία αναφορά για εκμετάλλευσι των μεταλλείων του Λαυρίου από την εποχή του Ερεχθέως. Ο δε Πλούταρχος αναφέρει τον Θησέα ως τον πρώτο που έκοψε νομίσματα. Την περίοδο του μεσαίωνος ενεφανίσθησαν τα πρώτα έργα, γενικού όμως περιεχομένου, με αναφορές στις τεχνολογικές επιτεύξεις που συνετελέσθησαν στο Λαύριον. 

Η έρευνα ειδικά για το Λαύριο ξεκίνησε μετά το 1865, οπότε και ξαναλειτούργησαν τα μεταλλεία. Με την μεταφορά των αρχαίων σκωριών και εκβολάδων οι παλαιές εγκαταστάσεις απεκαλύφθησαν και έτσι οι αρχαίες στοές και τα φρέατα άρχισαν να ξαναχρησιμοποιούνται, αφού πρωτίστως διευρύνθησαν. Τις πρώτες παρατηρήσεις των αρχαίων εγκαταστάσεων έκανε ο μηχανικός Ανδρέας Κορδέλλας το 1869 και ο επίσης μηχανικός Φ. Νέγρης, ενώ ακολούθησε το 1897 ο Eduard Ardaillon της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. 

Τις ακριβέστερες παρατηρήσεις για τον τρόπο λειτουργίας αυτών των εγκαταστάσεων έκανε ο Κωνσταντίνος Κονοφάγος, καθηγητής και Πρύτανης του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, μετέπειτα βουλευτής Πρεβέζης (1974) και Υπουργός Βιομηχανίας και Ενεργείας (1974-1977). Το 1972 ο Κονοφάγος πραγματοποίησε ανασκαφές στην θέσι Πάνορμος, όπου και απεκαλύφθη ένα εργαστήριο εννέα καμίνων τήξεως μεταλλεύματος. Στην συνέχεια ανεκάλυψε πέντε καμίνους τήξεως κοντά στον Άγιο Νικόλαο Θορικού, οι οποίοι βρίσκονται σήμερα περιφραγμένοι εντός του περιβόλου του εργοστασίου της ΔΕΗ. Μαζύ με τον αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο ίδρυσε το Μουσείο Αρχαίας Τεχνικής στο Λαύριο, ενώ την περίοδο 1977-1978 πραγματοποίησε ανασκαφές σε μία εκτεταμένη περιοχή αρχαίων εργαστηρίων και δεξαμενών ύδατος στην κοιλάδα της Σουρέζας. 

Η σπουδαιότερη ανακάλυψις του Κονοφάγου είναι τα ελικοειδή πλυντήρια, μία μοναδική εφεύρεσις των μεταλλευτών του Λαυρίου που δεν απαντάται πουθενά αλλού στον κόσμο. Επιστέγασμα όλων των προσπαθειών του Κωνσταντίνου Κονοφάγου είναι το έργο του "Το Αρχαίο Λαύριο και η Ελληνική Τεχνική Παραγωγής του Αργύρου", που εκδόθη το 1980 και αποτελεί την πιο εμπεριστατωμένη έρευνα για το θέμα έως σήμερα. Τα κοιτάσματα της Λαυρεωτικής αποτελούνται από ποικίλα και ανάμικτα μεταλλεύματα, όπως σιδηρούχα, ψευδοαργυρούχα, χαλκούχα κι άλλα (περίπου 350 ορυκτά εκτίθενται στο Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρίου). Οι μεταλλευτές της όμως αναζητούσαν κυρίως αυτά που περιείχαν αργυρούχο μόλυβδο, δηλαδή τον γαληνίτη (Pbs) και τον κερουσίτη (PbCO3). Επόμενο ήτο να θεωρείται ένα κοίτασμα αξιόλογο ή μη ανάλογα με το ποσοστό γαληνίτη ή κερουσίτη που περιείχε και το οποίο ήτο δυνατό να εκμεταλλευτή. Η καλή τήξις ενός πλουσίου, στα συγκεκριμένα μεταλλεύματα, κοιτάσματος για την παραγωγή αργύρου ήτο εύκολη, σε αντίθεσι με κάποιο φτωχό κοίτασμα που καθιστούσε την παραγωγή ασύμφορη λόγω των απωλειών πολυτίμου μετάλλου και της μεγάλης δαπάνης σε καύσιμη ύλη. 

Στην Λαυρεωτική τα περισσότερα κοιτάσματα σε γαληνίτη και κερουσίτη είναι μικρά και φτωχά, ενώ τα πλούσια αρκετά περιορισμένα. Για τον λόγω αυτό από το 3000 π.Χ., εποχή που άρχισε η συστηματική εκμετάλλευσι της περιοχής, έως τις αρχές των κλασσικών χρόνων η παραγωγή του αργύρου κυμαίνετο σε χαμηλά επίπεδα, καθώς εξορύσσοντο μονάχα τα αξιοποιήσιμα κοιτάσματα. Στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνως οι μεταλλευτές απέκτησαν την δυνατότητα να εκμεταλλεύονται και τα φτωχά κοιτάσματα, αφαιρώντας όλα τα συστατικά που δεν ήσαν αργυρούχα. Για αυτήν την επεξεργασία (καθαρισμός μεταλλεύματος) απαιτείτο μεγάλη ποσότητα ύδατος, έτσι κατεσκευάσθησαν δεξαμενές συλλογής των ομβρίων υδάτων, διότι όπως είναι γνωστό η Λαυρεωτική είναι μια περιοχή σχεδόν άνυδρη. Ωρισμένες από τις δεξαμενές είναι τεραστίων διαστάσεων, άλλες λαξευμένες στους βράχους κι άλλες χτιστές με τοιχώματα και επίστρωμα που εμποδίζει την απορρόφησι των υδάτων ακόμη και σήμερα. 

Η στεγανότητα αυτού του κονιάματος έγινε αντικείμενο μελέτης από την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Martha Goodway του Smishonian. Παράλληλα με τις δεξαμενές επινοήθη και μία θαυμαστή για την απλότητα της κατασκευή, η οποία εκτόξευσε στα ύψη την παραγωγή αργύρου με την πλήρη αξιοποίησι των μεταλλείων. Η κατασκευή αυτή είναι ο "πλυνός μεταλλεύματος" (μεταλλευτικό πλυντήριο), που καθάριζε το εξορυσσόμενο υλικό από τα άχρηστα συστατικά του και περιόριζε στο ελάχιστο την κατανάλωσι ύδατος. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, η έρευνα για τον εντοπισμό αργυρούχων κοιτασμάτων ξεκινούσε με την διάνοιξι ερευνητικών ορυγμάτων και πηγαδιών. Το κάθε πηγάδι προχωρούσε έως ότου συναντήση κοιτάσματα αργυρούχου μολύβδου. Μόλις αυτό συνέβαινε, ξεκινούσε το άνοιγμα στοάς κατά πλάτος του κοιτάσματος μέχρι του σημείου που το μετάλλευμα εξαντλείτο. Όλα τα ορύγματα που δεν χρησιμοποιούντο ξαναέκλειναν, βάσει της συνειδήσεως των αρχαίων για επούλωσι των πληγών της μητέρας Γης. 

Ωρισμένες στοές έφθαναν σε βάθος πάνω από 120 μέτρα. Αρκετά συχνά δημιουργείτο και μία δεύτερη είσοδος στην στοά για καλλίτερο αερισμό. Για τον αερισμό υπήρχαν και διάφορα απλά φρεάτια, ενώ κάποια άλλα δίδυμα φρεάτια χρησίμευαν στην μηχανική ανύψωσι των φορτίων. Ο φωτισμός εγένετο με λυχνάρια λαδιού, πολλά από τα οποία ευρέθησαν κατά τις ανασκαφές. Ο περιορισμένος χώρος των στοών ανάγκαζε τους μεταλλωρύχους να εργάζονται γονατιστοί ή ακόμη και ξαπλωμένοι. Από την στενότητα των υπογείων ορυγμάτων έλαβε και την ονομασία Λαύριον η περιοχή κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα, καθώς η λέξις "λαύρη" ή "λαύρα" ερμηνεύεται ως στενωπός. Το μετάλλευμα αφού μεταφέρετο στην επιφάνεια περνούσε από μία πρώτη διαλογή, όπου τα κομμάτια με μικρή μεταλλική περιεκτικότητα απερρίπτοντο. Πλήθος αυτών των κομματιών, τις λεγόμενες "εκβολάδες", συναντούμε σήμερα κοντά στα ανοιχθέντα πηγάδια. 

Τα υπόλοιπα κομμάτια πήγαιναν στα πλυντήρια μεταλλεύματος, όπου με ένα πρώτο πλύσιμο καθαρίζοντο από τα χώματα. Το κλασσικό μεταλλευτικό πλυντήριο (Ορθογώνιο Πλυντήριο Τύπου Ι) είναι μία κτιστή κατασκευή διαστάσεων 12Χ10 μέτρων κατά μέσον όρον, το δάπεδο της οποίας εξέχει του εδάφους κατά 0,30 μέτρα περίπου. Στην μια πλευρά του υπάρχει μία υπέργεια επιμήκης δεξαμενή (Δ) πλάτους 1 μέτρου και ύψους 0,90 μέτρων, που κατά την προς το εσωτερικό του πλυντηρίου πλευρά της κλείεται από ένα λεπτό θωράκιο πάχους περίπου 0,12 μέτρων. Στο μέσον του ύψους του θωρακίου υπάρχουν τέσσερις οπές εκροής, διαμέτρου 2 εκατοστών έκαστη, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους περί τα 1,20 μέτρα. Αμέσως μετά την δεξαμενή (Δ) υπάρχει ένα επικλινές επίπεδο (Ε) και εν συνεχεία μία σειρά από τέσσερα αυλάκια (Α1, Α2, Α3 και Α4) κατά μήκος των πλευρών του πλυντηρίου. 

Τα αυλάκια διακόπτονται στις τρεις γωνίες του πλυντηρίου από αντίστοιχα φρεάτια (Φ1, Φ2 και Φ3) που είναι ανοιγμένα εκεί. Μετά το τρίτο φρεάτιο (Φ3) υπάρχει μία ελαφρά κοίλη και επικλινής προς την δεξαμενή (Δ) υπερυψωμένη επιφάνεια (Μ), που ωνομάζεται Χώρος Μεταγγίσεως του ύδατος και έχει διαστάσεις 1Χ1 μέτρο περίπου. Η περιοχή που ορίζεται από τα αυλάκια (Α1, Α2, Α3 και Α4) αποτελεί τον Χώρο Στεγνώματος του μεταλλεύματος (Σ). Όλες οι επιφάνειες του πλυντηρίου φέρουν επένδυσι από υδραυλικό κονίαμα, το οποίο εξασφαλίζει την πλήρη στεγανότητα του. Το Ορθογώνιο Πλυντήριο Τύπου Ι είναι ένα τεχνολογικό επίτευγμα υψηλού επιπέδου, η αποτελεσματικότης και η αρμονική μορφολογία του οποίου φανερώνει ότι αποτελεί το τελευταίο στάδιο εξελίξεως της συγκεκριμένης επινοήσεως. 

Στην κεντρική Λαυρεωτική (νοτίως της Καμάριζας) και κατά μήκος των οχθών της κοιλάδος Μπερτσέκο (Μαρωνείας) ανεκαλύφθη πλήθος μεταλλουργικών πλυντηρίων, τα οποία είναι τοποθετημένα κατά σειρά και εκτείνονται σε μήκος 1 χιλιομέτρου περίπου. Από μορφολογικής και λειτουργικής απόψεως τα εν λόγω πλυντήρια αποτελούν τους προδρόμους των κλασσικών πλυντηρίων, χρονολογημένα από τα πενιχρά κεραμεικά ευρήματα στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνος. Όλα τα πλυντήρια της κοιλάδος δεν είναι κτιστά όπως τα κλασσικά, αλλά έχουν λαξευθή στον βράχο της όχθης. Για την λειτουργία τους χρησιμοποιούσαν τα ύδατα του ρυακιού, που έρρεε τότε στην κοιλάδα και ρέει ενίοτε κατά τον χειμώνα, παραμένοντας ανεξάρτητα από δεξαμενές. Κύριο χαρακτηριστικό μερικών εξ αυτών είναι ότι διαθέτουν περισσότερα αυλάκια και φρεάτια καθιζήσεως από τα κλασσικά πλυντήρια, αλλά σε άτακτες θέσεις, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε ακόμη μια αποκρυσταλλωμένη μορφή της κατασκευής και εγένετο προσπάθεια να εντοπιστή αυτή με το καλλίτερο λειτουργικό αποτέλεσμα. 

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα πλυντήρια υπαριθμόν 7 και 9, που περιέχουν πλήθος αυλακιών και φρεατίων. [Εικόνα 20] Το πλυντήριο 9 στην κοιλάδα Μπερτσέκο (βόρεια όψις) Ακόμη ένα χαρακτηριστικό των προκλασσικών πλυντηρίων είναι η απουσία σε αυτά στεγανοποιητικού κονιάματος. Σε αρκετά από αυτά όμως υπάρχει επίστρωσις των πυθμένων των δεξαμενών και των φρεατίων με σχιστολιθικό χώμα, το οποίο κλείνει τις όποιες δημιουργημένες ρωγμές και παρεμποδίζει τις τυχόν διαρροές. 

Όπως διαφαίνεται λοιπόν, το μεταλλευτικό πλυντήριο πέρασε από διάφορα εξελικτικά στάδια μέχρι την ολοκλήρωσι της μορφής του κατά τους κλασσικούς χρόνους. Μία μορφή με την καλλίτερη δυνατή λειτουργική ικανότητα και το μέγιστο αποτέλεσμα αποδόσεως. Ο καθαρισμός του μεταλλεύματος και η απαλλαγή του από τα ξένα στοιχεία στηρίζετο στο ειδικό βάρος του αργυρούχου μολύβδου, το οποίο είναι μεγαλύτερο όλων των υπολοίπων συστατικών. 

Οι μεταλλουργοί στην αρχή θρυμμάτιζαν το μετάλλευμα με λίθινους όλμους και μύλους από σκληρή πέτρα, κι έπειτα το άλεθαν μέχρις ότου οι κόκκοι του αποκτήσουν διάμετρο 1 χιλιοστού. Εν συνεχεία το έπλεναν μέσα σε πήλινες λεκάνες. Με την κυκλική κίνησι του πλυσίματος οι κόκκοι του αργυρούχου μολύβδου έμεναν στον πυθμένα λόγω βάρους, ενώ οι κόκκοι των διαφόρων άλλων συστατικών αιωρούντο μέσα στο υγρό. Με μεγάλη προσοχή το περιεχόμενο των λεκανών αδειάζετο στην δεξαμενή (Δ) και οι κόκκοι που είχαν κατακαθίση στον πυθμένα απλώνοντο στον χώρο στεγνώματος (Σ). Μόλις η δεξαμενή (Δ) γέμιζε, ανοίγοντο οι οπές της για να φύγουν τα θολωμένα ύδατα, κυλώντας πάνω στο επικλινές δάπεδο (Ε) και πέφτοντας μέσα στο πρώτο αυλάκι (Α1). Από εκεί τα ύδατα συνέχιζαν την πορεία τους στο δεύτερο αυλάκι (Α2) και έπεφταν μέσα στο πρώτο φρεάτιο (Φ1), όπου και εστάθμευαν έως ότου αυτό υπερχειλίσει και τα διοχετεύσει στο τρίτο αυλάκι (Α3). Συνεχίζοντας την πορεία τους τα ύδατα έπεφταν μέσα στο δεύτερο φρεάτιο (Φ2) κι από εκεί, όταν αυτό γέμιζε πλήρως, διοχετεύοντο στο τέταρτο αυλάκι (Α4) για να καταλήξουν στο τρίτο φρεάτιο (Φ3). Από εκεί τα αντλούσε ένας εργάτης με κάδο και τα έχυνε στον χώρο μεταγγίσεως (Μ), από όπου κυλούσαν ήρεμα εντός της δεξαμενής (Δ). Όπως παρακολουθούμε τις θέσεις των μελών του πλυντηρίου, τα θολά ύδατα έφευγαν από την δεξαμενή και ακολουθώντας μία σχηματικώς κυκλική πορεία μήκους περίπου 25 μέτρων, επέστρεφαν πάλι στην αφετηρία τους. Κατά την πορεία όλοι οι κόκκοι των άχρηστων υλικών κατεκάθοντο στους πυθμένες των αυλακιών και κυρίως των φρεατίων, με αποτέλεσμα τα ύδατα να καθαρίζονται και να είναι έτοιμα προς επαναχρησιμοποίησι, με ελάχιστες ποσοτικές απώλειες. 

Με αυτόν τον τρόπο η δεξαμενή γέμιζε ξανά και επανελαμβάνετο ο κύκλος εργασίας. Εκτός από τα πλυντήρια με επικλινή επίπεδα υπάρχει και μία άλλη μορφή πλυντηρίων, τα ελικοειδή. Τα ελικοειδή πλυντήρια απετέλουν μία επαναστατική μέθοδο επεξεργασίας και καθαρισμού του αργύρου, η οποία τοποθετείται με υποθέσεις περίπου στο 380 π.Χ. 

Η ανακάλυψι τους έγινε το 1965 από τον Κωνσταντίνο Κονοφάγο, ο οποίος τα χαρακτηρίζει ως μία απωλεσθείσα Ελληνική εφεύρεσι. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων κατασκευών είναι η επιστροφή των υδάτων στο σημείο αφετηρίας με ελάχιστες απώλειες λόγω κλίσεως και μικρής υψομετρικής διαφοράς, η αμεσότης εμπλουτισμού του μεταλλεύματος, οι περιορισμένες απαιτήσεις σε προσωπικό και η σύμπτυξις του χώρου εργασίας και των διαστάσεων των κοιλοτήτων εμπλουτισμού. Η χρήσις των ελικοειδών πλυντηρίων έπαυσε με την εγκατάλειψι των μεταλλείων του Λαυρίου περί το 300 π.Χ. 

Ο Κωνσταντίνος Κονοφάγος προχώρησε στην κατασκευή ενός συγχρόνου ελικοειδούς πλυντηρίου, με αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα. Δυστυχώς δεν έχει πραγματοποιηθεί καμμία άλλη προσπάθεια αναδείξεως αυτής της μοναδικής στον κόσμο κατασκευής. Μετά την συλλογή των κόκκων του αργυρούχου μολύβδου στα μεταλλοπλυντήρια ακολουθούσε η τοποθέτησι τους στα καμίνια τήξεως. Από την πρώτη τήξι λαμβάνετο αργυρούχος μόλυβδος και από την δεύτερη αμιγής άργυρος. Στον χώρο έξω από τα καμίνια συγκεντρώνοντο σωροί σκουριών, που, όπως οι εκβολάδες, ήσαν μικρής περιεκτικότητος σε άργυρο. Στα τέλη του περασμένου αιώνος οι παλαιές σκουριές και εκβολάδες άρχισαν να θρυμματίζονται και να ρίχνονται στα καμίνια, έτσι ώστε να παρθή ο εναπομείνων άργυρος. 

Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία στο Λαύριο εντοπίζεται περί το 40000 π.Χ. στην κορυφή του Μικρού Ριπάρι, δασωμένου λόφου της Καμαρίζας (Άγιος Κωνσταντίνος), όπου υπάρχει η επωνομαζόμενη "Σπηλιά του Κίτσου". Σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών που πραγματοποιήθησαν εκεί μεταξύ 1968-1978 υπό τον N. Lambert, η χρήσις του σπηλαίου από τον άνθρωπο ανάγεται στην παλαιολιθική περίοδο με αρκετά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, όπως η ύπαρξις κατοικιδίων ζώων (εξημερωμένες όρνιθες). Από τα διαδοχικά στρώματα που πιστοποιήθησαν κατά τις ανασκαφές ήρθαν στο φως πολύ σημαντικά ευρήματα, όπως οι άφθονοι οψιανοί της Μήλου που καταδεικνύουν την ναυτική επικοινωνία με τα νησιά του Αιγαίου το 8000 π.Χ. 

Αυτά που εντυπωσιάζουν όμως περισσότερο είναι τα πήλινα σκεύη μεταλλουργίας, οι φυσητήρες ενδυναμώσεως της φωτιάς, το χυτήριο και μία χάλκινη περόνη μήκους 6,3 εκατοστών του 5300 π.Χ., ευρήματα που ανάγουν την μεταλλουργική δραστηριότητα στην περιοχή σε προϊστορικές εποχές.

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις τα ορυχεία του Θορικού άρχισαν να χρησιμοποιούνται από το 3000 π.Χ. Γύρω στο 1200 π.Χ. φαίνεται να ξεκινά η ωργανωμένη και συστηματική εκμετάλλευσι τους, που συνεχίσθη αδιάληπτα μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα. Με την πτώσι της Μυκηναϊκής κυριαρχίας εμφανίζεται μία σταδιακή μείωσις της δραστηριότητος στην περιοχή. Από τον 8ο π.Χ. αιώνα παρατηρείται μία μετατόπισις της μεταλλευτικής δραστηριότητος από την περιοχή του Θορικού προς την κυρίως Λαυρεωτική, φαινόμενο που ερμηνεύεται από την ανάπτυξι της πόλεως-κράτους των Αθηνών μέσω του εμπορίου και της χρήσεως νομισμάτων στις εμπορικές συναλλαγές. Η επινόησις των νομισμάτων από τους Έλληνες απετέλεσε καταλυτικό γεγονός για την ανάπτυξι του Λαυρίου, καθώς από τον 7ο π.Χ. αιώνα όλα τα αθηναϊκά νομίσματα εκόβοντο από λαυρεωτικό άργυρο. 

Η προοδευτική αύξησις των εργασιών επέφερε και αντίστοιχη αύξησι στον αριθμό των δούλων που ειργάζοντο στα μεταλλεία και οι οποίοι είτε ήσαν αιχμάλωτοι πολέμου είτε προήρχοντο από αγορές του Ευξείνου Πόντου ή του Αιγαίου, όπως αυτή της Χίου (αναφορά του Θεοπόμπου - Αθήναιος, 6, 265c). Με την ανάπτυξι του εμπορίου κατά την διάρκεια της τυραννίας των Πεισιστρατίδων (561-510 π.Χ.) ηυξήθη απότομα η κυκλοφορία των νομισμάτων και τότε κόπησαν τα πρώτα αττικά τετράδραχμα, οι λεγόμενες αττικές ή λαυρεωτικές γλαύκες (Αριστοφάνης, Όρνιθες 1106), περίφημα νομίσματα που στην μια τους όψι έφεραν ανάγλυφη αναπαράστασι της Αθηνάς και στην άλλη την γλαύκα, πουλί της σοφίας και σύμβολο της θεάς. 

Η Λαυρεωτική γλαύξ ανεδείχθη σε "σκληρό" νόμισμα της εποχής, κυκλοφορώντας από την Ιβηρία μέχρι την Περσία. Η τεράστια αποδοχή αυτών των νομισμάτων τα διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα για πέντε περίπου αιώνες, με τις ίδιες απεικονίσεις και με τα ίδια μεγέθη βάρους και περιεκτικότητος (άνω του 98,5% άργυρος). Τα αργυρά τετράδραχμα απετέλεσαν δείγμα του κλασσικού θαύματος και χαρακτηριστικό γνώρισμα της Αθηναϊκής ηγεμονίας και δημοκρατίας, που διεδέχθη την τυραννία των Πεισιστρατίδων. Επί Κλεισθένους τα μεταλλεία της Λαυρεωτικής κρατικοποιήθησαν, αφού μας είναι γνωστόν ότι στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνος ο δήμος Αθηναίων διένεμε τα έσοδα των μεταλλείων του Λαυρίου στους πολίτες του (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 22,7). Το 483 π.Χ. ανεκαλύφθη στην θέσι Μαρώνεια ένα πλουσιώτατο κοίτασμα αργύρου. Αυτή η ευρύτερη περιοχή της Καμάριζας πήρε την ονομασία της από τους μεταλλωρύχους της Θρακικής Μαρωνείας, τους οποίους έφερε στην Λαυρεωτική ο Πεισίστρατος. 

Τα έσοδα του δήμου εκτινάχθησαν από τα 100 τάλαντα στα 200 τάλαντα και έτσι ο κάθε πολίτης, που ελάμβανε μέχρι τότε 10 δραχμές, δικαιούτο να λάβη 20 δραχμές από την διανομή των κερδών. Με παρέμβασι όμως του Θεμιστοκλέους τα 100 επιπλέον τάλαντα δεν απεδώθησαν στους πολίτες, αλλά χρησιμοποιήθησαν στο διάστημα 483-481 π.Χ. για την ναυπήγησι τριήρεων. Ο "Ναυτικός νόμος του Θεμιστοκλέους" μπορεί να στέρησε τον λαό από την πρόσκαιρη οικονομική ευμάρεια στρέφοντας τα έσοδα της πολιτείας προς τους εξοπλισμούς, έδωσε όμως την ευκαιρία στους Αθηναίους να δημιουργήσουν έναν ισχυρότατο στόλο 180 τριήρεων, οι οποίες μαζύ με τις 198 τριήρεις των υπολοίπων Ελληνικών πόλεων έσωσαν την Ελλάδα το 480 π.Χ. στην ναυμαχία της Σαλαμίνος. 

Ο άργυρος του Λαυρίου λοιπόν είχε κι αυτός μία μικρή συμβολή στην μεγαλειώδη νίκη των Μηδικών πολέμων. Η ίδια πηγή πλουτισμού θα αναδείξη την επόμενη πεντηκονταετία το αθηναϊκό μεγαλείο, σε μια περίοδο που έμεινε γνωστή ως "Χρυσός Αιών". Το κοίτασμα της Μαρωνείας συνέχισε να αποδίδη, ενώ οι αιχμάλωτοι των Μηδικών πολέμων ενίσχυσαν το ήδη υπάρχον εργατικό δυναμικό. Υπολογίζεται ότι εκείνη την εποχή ειργάζοντο στα μεταλλεία της Λαυρεωτικής περί τους 11000 δούλους. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να εμφανίζονται και αρκετοί ελεύθεροι πολίτες, που ασχολούντο είτε με την υπενοικίασι δούλων και μεταλλείων για προσωπική τους χρήσι, είτε με εργασίες έρευνας, ελέγχου και παραγωγής του πολυτίμου μετάλλου. 

Ο Ξενοφών στα "Απομνημονεύματα" του αναφέρει ότι ωρισμένοι ειδικευμένοι εργάτες αμοίβοντο με υπέρογκα ποσά. Η μέγιστη ετήσια παραγωγή αργύρου έφτανε τα 20000 χιλιόγραμμα, αξίας συνολικά 100 ταλάντων. Τριήρεις δεν κατεσκευάζοντο πλέον, έτσι ο Περικλής είχε την δυνατότητα να πραγματοποιήση ένα ευρύτατο πρόγραμμα δημοσίων έργων, που περιελάμβανε λαμπρά οικοδομήματα (Παρθενών, Προπύλαια), ανάπτυξι των τεχνών και του εμπορίου, εξεύρεσι εργασίας σε κάθε πολίτη. Όπως όμως είναι φυσικό μετά από μία άνοδο επέρχεται και η πτώσις. Ο 27ετής Πελοποννησιακός πόλεμος έφερε σε τραγική θέσι την πόλι των Αθηνών. 

Όταν ο Αλκιβιάδης, υπαίτιος για τον χαμό 40000 Αθηναίων στην αποτυχημένη εκστρατεία κατά των Συρακουσών, κατέφυγε στους Σπαρτιάτες για να μην εκτελεστή, τους συμβούλευσε να οχυρώσουν την Δεκέλεια και να αποκόψουν τους Αθηναίους από την Εύβοια και το Λαύριο. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήτο να καταστραφή το Λαύριο, οι κάτοικοι του Θορικού να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και 20000 δούλοι να καταφύγουν στους Σπαρτιάτες, αναζητώντας την ελευθερία που τους είχαν υποσχεθή. 

Το ταμείο του δήμου έχασε την κύρια πηγή εσόδων του και αναγκαστικά εστράφη στην χρησιμοποίησι του χρυσού των αγαλμάτων του Παρθενώνος. Η ήττα του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός ποταμούς επισφράγισε την Σπαρτιατική επικράτησι και έφερε τους Αθηναίους στην αφάνεια για αρκετό καιρό. Όταν ξεκίνησε η προσπάθεια ανακάμψεως, το κύριο βάρος εδόθη στην βιομηχανία και στο εμπόριο. Τα μεταλλεία στο Λαύριο άρχισαν και πάλι να λειτουργούν σιγά σιγά, με τους νέους δούλους να εκπαιδεύονται στις διάφορες φάσεις εργασίας και με πολλούς νόμους να καθιερώνονται για τον καθορισμό των σχέσεων του κράτους με τους ιδιώτες μεταλλευτές. Διεσώθησαν αρκετοί "μεταλλικοί λόγοι" και "μεταλλικές δίκες" που αποδίδουν παραστατικά αυτό το πλέγμα σχέσεων, το οποίο ίσως να συνέβαλλε στην σταδιακή ανάπτυξι της μεταλλευτικής παραγωγής, που ωδήγησε σε μία νέα άνθισι του Λαυρίου στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνος. Περί το 355 π.Χ. ο Ξενοφών μέσω του έργου του "Περί Προσόδων" πρότεινε λύσεις για σταδιακή εκμετάλλευσι των μεταλλείων, που θα επέφερε και πάλι στο δήμο τα έσοδα των 100 ταλάντων ετησίως. Κι ενώ οι ιδέες αυτές άρχισαν να εφαρμόζονται, στο προσκήνιο ενεφανίσθη μία νέα δύναμις. 

Ο Φίλιππος της Μακεδονίας, χάρις στα μεταλλεία του Παγγαίου όρους, ξεκίνησε την κοπή των "Φιλίππων", χρυσών και ασημένιων νομισμάτων που έγιναν σύντομα περιζήτητα. Τα μεταλλεία του Παγγαίου προσέφεραν στους Μακεδόνες ετήσια έσοδα 1000 ταλάντων, ένα τεράστιο για την εποχή ποσό που έδινε την δυνατότητα υλοποιήσεως των σχεδίων τους. Μετά τις νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Περσών και την καθιέρωσι των δικών του αργυρών τετραδράχμων και των χρυσών στατήρων ως παγκοσμίων νομισμάτων, η τιμή του αργύρου έπεσε, η ζήτησις του μειώθη εντυπωσιακά και τα μεταλλεία Λαυρίου άρχισαν να υπολειτουργούν. 

Τα τελευταία παραχωρητήρια συμβόλαια για εκμετάλλευσι σε ιδιώτες συντάχθησαν το 307 π.Χ., ενώ το 262 π.Χ. ο Αντίγονος Γονατάς απηγόρεψε στους Αθηναίους την κοπή νομισμάτων. Στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνος παρουσιάσθη μία μικρή ανάκαμψις. Η κοπή αργυρών αθηναϊκών τετραδράχμων ξανάρχισε, με την ίδια πάντα περιεκτικότητα αργύρου αλλά με μεγαλύτερη επιφάνεια και λεπτότερο πάχος. Η ανοχή των Ρωμαίων προς τους "φίλους" Αθηναίους συνέβαλλε στην γρήγορη επέκτασι των νομισμάτων σε όλη την Μεσόγειο. Κι ενώ τα μεταλλεία είχαν εισέλθη σε μία πορεία εντατικοποιήσεως των εργασιών, οι χιλιάδες νεαροί δούλοι που ειργάζοντο σε αυτά άρχισαν να επαναστατούν (134, 104 και 102 π.Χ.). 

Η δουλοκτητική κοινωνία περνούσε πλέον μία κρίσι, με τις επαναστάσεις των δούλων να αποτελούν γενικό κοινωνικό φαινόμενο. Έτσι στο τέλος του 2ου π.Χ. αιώνος τα ορυχεία του Λαυρίου έκλεισαν οριστικά. Οι σποραδικές μεταλλεύσεις που έλαβαν χώρα τις αμέσως επόμενες περιόδους είναι αμελητέες. Το 86 π.Χ. ήρθε η χαριστική βολή, με τους Ρωμαίους υπό τον Σύλλα να καταστρέφουν και να λεηλατούν την Αττική. 

Οι Ρωμαίοι κατακτητές, αδυσώπητοι και σκληροί, ερήμωσαν κάθε γωνιά της Ελλάδος κι ασφαλώς το Λαύριο δεν ξέφυγε από την μανία τους. Το Λαύριο και τα μεταλλεία του θα λησμονηθούν τους επόμενους αιώνες, για να αναστηθούν εκ νέου τον 19ο μ.Χ. αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ όχι υβριστικά σχόλια,το ellada-kupros δεν φέρει ευθύνη για τυχόν υβριστικούς χαρακτηρισμούς.Σφάξτε τους με το βαμβάκι..έχουμε πλούσιο λεξιλόγιο άλλωστε.